- ἐκτομεύς
- ἐκτομεύςone that cuts outmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκτομῆς — ἐκτομάζω castrate fut ind act 2nd sg (doric) ἐκτομεύς one that cuts out masc nom pl ἐκτομεύς one that cuts out masc nom/voc pl ἐκτομή cutting out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτομέας — ο (Α ἐκτομεύς) 1. όργανο με το οποίο γίνεται η εκτομή 2. αυτός που διενεργεί την εκτομή … Dictionary of Greek
εκτομίς — ἐκτομίς, η (Α) (θηλ. τού εκτομεύς) η εκτέμνουσα 1. εργαλείο για εκτομές («δρεπάνη ἐκτομὶς καυλῶν» το δρεπάνι που αποκόπτει τους καλαμένιους κορμούς τών φυτών, Ανθ. Παλ.) 2. ἐκτομίς (μήτρα) εκβολάς* Αθήν … Dictionary of Greek
ἐκτομῇ — ἐκτομάζω castrate fut ind mid 2nd sg (doric) ἐκτομάζω castrate fut ind act 3rd sg (doric) ἐκτομῆι , ἐκτομεύς one that cuts out masc dat sg (epic ionic) ἐκτομή cutting out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)